ἐπιλίπῃ

ἐπιλίπῃ
ἐπιλείπω
leave behind
aor subj mp 2nd sg
ἐπιλείπω
leave behind
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιλίπηι — ἐπιλίπῃ , ἐπιλείπω leave behind aor subj mp 2nd sg ἐπιλίπῃ , ἐπιλείπω leave behind aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπορώ — ποντοπορῶ, έω, ΝΜΑ [ποντοπόρος] 1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα 2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῡντας», Πλούτ.) αρχ. μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες τής ζωής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”